- ὁσίῃ
- ὅσιοςhallowedfem dat sg (epic ionic)ὁσίαdivine lawfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁσίη — ὅσιος hallowed fem nom/voc sg (epic ionic) ὁσία divine law fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όσιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Άκμασε την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ως επίσκοπος της Καρδούη ή Κορδούη της Ισπανίας. Πήρε μέρος στην A’ Οικουμενική Σύνοδο η οποία έγινε στη Νίκαια καθώς και στη Σύνοδο της Σαρδικής (347), κατά την… … Dictionary of Greek
οσία — ὁσία, ιων. τ. ὁσίη ἡ (Α) βλ. όσιος … Dictionary of Greek